κοντολυγώ

κοντολυγώ
-άω και κοντολυγίζω
1. (αμτβ.) κάμπτομαι κάπως, λυγίζω, γέρνω λίγο
2. (μτβ.) κάμπτω κάτι λίγο, τό λυγίζω κάπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + λυγώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • κοντολυγίζω — ισα, κοντολυγισμένος, η, ο, και κοντολυγώ λυγίζω κάπως, γέρνω λίγο: Κοντολυγίζουν τα καλάμια απ τον αέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”